- πρεσβυτικόν
- πρεσβῡτικόν , πρεσβυτικόςlike an old manmasc acc sgπρεσβῡτικόν , πρεσβυτικόςlike an old manneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κονίπους — κονίπους, οδος, ὁ (Α) συν. στον πληθ. οἱ κονίποδες α) (ως ονομ. τών δούλων στην Επίδαυρο) αυτός που έχει τα πόδια γεμάτα σκόνη («ἐκαλοῡντο δὲ κονίποδες ώς συμβαλεῑν ἔστιν, ἀπὸ τῶν ποδῶν γνωριζόμενοι κεκονιμένων», Πλούτ.) β) σανδάλια με στενά… … Dictionary of Greek
πρεσβυτικός — ή, ό / πρεσβυτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πρεσβύτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρεσβύτη, γεροντικός (α. «πρεσβυτική άνοια» β. «πρεσβυτικῶν κακῶν» τα κακά τής πρεσβυτικής ηλικίας, Αριστοφ.) αρχ. 1. απαρχαιωμένος, παλιός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek